ελκυσμός


ελκυσμός
Προφορά

Ετυμολογία
ελκυσμός μεταγενέστερη ελληνική ἑλκυσμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ελκυσμός

✦ έλκυση
✦ η ροή των αερίων της καύσεως από την καπνοδόχο
✦ ανοδική κίνηση στήλης θερμού αέρα σε καπνοδόχο ή αγωγό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.