ελικιά
Προφορά
Ετυμολογία
ελικιά ηλικιά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ελικιά
✦ ηλικία
✦ το ανάστημα του σώματος: πρώτα ο πατέρας, έπειτα η μητέρα και ξοπίσω τα παιδιά σύμφωνα με την ελικιά τους (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–