ελιγμός


ελιγμός
Προφορά

Ετυμολογία
ελιγμός αρχαία ελληνική ἑλιγμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ελιγμός

✦ στροφή, στρίψιμο
✦ περιστροφική κίνηση
(μτφ. ) πλάγια ενέργεια

Συνώνυμα
μανούβρα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.