ελαστομερές


ελαστομερές
Προφορά

Ετυμολογία
ελαστομερές └αγγλ┘elastomer

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ελαστομερές

✦ φυσικό ή συνθετικό υλικό που χαρακτηρίζεται από ελαστικότητα ανάλογη προς την ελαστικότητα του καουτσούκ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.