ελαστικότητα


ελαστικότητα
Προφορά

Ετυμολογία
ελαστικότητα ελαστικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ελαστικότητα

✦ η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να επανέρχονται στις αρχικές τους διαστάσεις, όταν ελευθερωθούν από την τάση
(μτφ. ) η ύπαρξη ελαστικής συνειδήσεως
✦ υποχωρητικότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.