ελαιοφόρος


ελαιοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
ελαιοφόρος αρχαία ελληνική ἐλαιοφόρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ελαιοφόρος -ος, -ο

✦ που έχει ελαιόδεντρα και παράγει λάδι
✦ (για δοχείο) που περιέχει λάδι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.