ελάσσων


ελάσσων
Προφορά

Ετυμολογία
ελάσσων συγκριτ. βαθμός του μικρός ή ολίγος

Ερμηνεία
ελάσσων

✦ -ων, έλασσον (-ονος) επίθ. μικρότερος, λιγότερος
✦ ουδ. το έλασσον ως ουσ., μουσικό διάστημα μικρότερο κατά ημιτόνιο από το αντίστοιχο μείζον της μουσικής κλίμακας· διεθν. μινόρε
✦ (κ. μτφ.): όλα τα προβλεπόμενα από τους νόμους λειτούργησαν στο έλασσον (Ελευθεροτυπία)

Συνώνυμα

Αντίθετα
μείζων
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.