εκφυλίζω


εκφυλίζω
Προφορά

Ετυμολογία
εκφυλίζω έκφυλος

Ερμηνεία
ρήμα εκφυλίζω

✦ μεταβάλλω τη φύση του οργανισμού, κυρίως με τη μείωση της ζωτικότητάς του: οι καταχρήσεις εκφυλίζουν
✦ (μέσ.) εκφυλίζομαι, παθαίνω αλλοιώσεις σωματικές ή πνευματικές, διαφθείρομαι: εκφυλισμένη γενιά
(μτφ. ) χάνω την οξύτητά μου: εκφυλίστηκε η επανάσταση – η αρρώστια – η απεργία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.