εκφραστικός
Προφορά
Ετυμολογία
εκφραστικός μεταγενέστερη ελληνική ἐκφραστικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ εκφραστικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με την έκφραση: εκφραστικά μέσα – η ποίηση δεν έχει κανένα άλλο εκφραστικό όργανο εκτός από τις λέξεις ή τη γλώσσα (Γ. Σεφέρης)
✦ ο ικανός να εκφράζει κάτι καλά: εκφραστικό πρόσωπο – εκφραστική απαγγελία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανέκφραστος
Επιρρήματα
εκφραστικά (Κ εκφραστικώς)