εκτόπιση


εκτόπιση
Προφορά

Ετυμολογία
εκτόπιση εκτοπίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εκτόπιση

✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκτοπίζω, απομάκρυνση κάποιου από τη θέση του
✦ απομάκρυνση από τον τόπο της διαμονής του

Συνώνυμα
εξορία
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.