εκτοξεύω
Προφορά
Ετυμολογία
εκτοξεύω αρχαία ελληνική ἐκτοξεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εκτοξεύω
✦ ρίχνω βέλος με το τόξο
✦ ρίχνω με ορμή ή από μακριά, εκσφενδονίζω, εξακοντίζω
✦ (μτφ. ) εκστομίζω: συνεχώς εκτοξεύει φοβέρες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–