εκτεταμένος


εκτεταμένος
Προφορά

Ετυμολογία
εκτεταμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος εκτείνομαι

Ερμηνεία
εκτεταμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) που έχει μεγάλη έκταση ή μεγάλη διάρκεια
✦ εκτενής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
εκτεταμένως κ.εκτεταμένα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.