εκτελεστήριος


εκτελεστήριος
Προφορά

Ετυμολογία
εκτελεστήριος εκτελώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ εκτελεστήριος -α, -ο

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτέλεση
✦ ουδ. εκτελεστήριο(ν) ως ουσ., έγγραφο με το οποίο ανακοινώνεται η αποδοχή διορισμού προξένου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.