εκτεθειμένος


εκτεθειμένος
Προφορά

Ετυμολογία
εκτεθειμένος μτχ. πρκμ. του ρήματος εκτίθεμαι

Ερμηνεία
εκτεθειμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) απροφύλακτος, ακάλυπτος
✦ δεσμευμένος με υπόσχεση ή υποχρέωση
✦ μειωμένος ως προς την υπόληψη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.