εκτείνω
Προφορά
Ετυμολογία
εκτείνω αρχαία ελληνική ἐκτείνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εκτείνω
✦ τεντώνω, απλώνω
✦ απλώνω κάτω
✦ μεγαλώνω, αυξάνω, επεκτείνω
✦ (γραμμ.) τρέπω βραχύ φωνήεν σε μακρό
✦ εκτείνομαι, απλώνομαι, φθάνω ως
✦ (μτφ. ) επεκτείνομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–