εκτέμνω


εκτέμνω
Προφορά

Ετυμολογία
εκτέμνω αρχαία ελληνική ἐκτέμνω

Ερμηνεία
ρήμα εκτέμνω

✦ αποκόπτω, αφαιρώ
✦ ευνουχίζω
✦ μτχ. παθ. πρκμ. εκτετμημένος ως ουσ., ο υνούχος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.