εκπορθώ


εκπορθώ
Προφορά

Ετυμολογία
εκπορθώ αρχαία ελληνική ἐκπορθέω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα εκπορθώ -είς, -εί

✦ κυριεύω πόλη ή οχυρωμένη θέση έπειτα από πολιορκία ή μάχη
✦ (γεν.) κατακτώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.