εκπορθώ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply εκπορθώΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/εκπορθώ.mp3Ετυμολογίαεκπορθώ αρχαία ελληνική ἐκπορθέω -ῶ Ερμηνεία└ρήμα┘ εκπορθώ -είς, -εί ✦ κυριεύω πόλη ή οχυρωμένη θέση έπειτα από πολιορκία ή μάχη ✦ (γεν.) κατακτώ Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–