εκπνευματώνω


εκπνευματώνω
Προφορά

Ετυμολογία
εκπνευματώνω αρχαία ελληνική ἐκπνευματόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα εκπνευματώνω

✦ αποπνευματώνω (βλ. λ.) : η διάφανη, εκπνευματωμένη όψη του με το αγγελικό βλέμμα (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.