εκλογίκευση
Προφορά
Ετυμολογία
εκλογίκευση εκλογικεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εκλογίκευση
✦ η πράξη του να καθιστά κανείς κάτι ορθολογικό ή κατανοητό
✦ (ψυχολ.) διαδικασία επινοήσεως δικαιολογιών για πράξεις και ιδέες που πηγάζουν από κίνητρα, τα οποία το υποκείμενο επιδιώκει να αποκρύψει τόσο από τον εαυτό του όσο και από τους άλλους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–