εκλογή
Προφορά
Ετυμολογία
εκλογή αρχαία ελληνική ἐκλογή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εκλογή
✦ επιλογή, ξεδιάλεγμα, προτίμηση: είναι πάντα δύσκολος στην εκλογή του – την εκλογήν ελεύθερον δίδει το θείον (Α. Κάλβος)
✦ ανάδειξη σε αξίωμα με ψηφοφορία: η εκλογή του προέδρου της Βουλής
✦ συλλογή από εκλεκτά λογοτεχνικά έργα
✦ (στον πληθ.) εκλογές, η μέρα της ψηφοφορίας για την ανάδειξη βουλευτών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–