εκλογέας
Προφορά
Ετυμολογία
εκλογέας μεταγενέστερη ελληνική ἐκλογεύς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η εκλογέας
✦ ο πολίτης που έχει, κατά το νόμο, δικαίωμα ψήφου για την εκλογή των αντιπροσώπων του λαού: σημαντικό ποσοστό των εκλογέων δεν προσήλθε στις κάλπες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–