εκλεπτύνω
Προφορά
Ετυμολογία
εκλεπτύνω εκ + λεπτύνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εκλεπτύνω
✦ δίνω λεπτότερη μορφή, κάνω κάτι λεπτό ή λεπτότερο
✦ (μτφ. ) δίνω ευγενικό χαρακτήρα σε τρόπους συμπεριφοράς, εκπολιτίζω: Ελληνορωμαίου… εκλεπτυσμένου από την ελληνική παιδεία (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–