εκλεκτικότητα


εκλεκτικότητα
Προφορά

Ετυμολογία
εκλεκτικότητα εκλεκτικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εκλεκτικότητα

✦ η ιδιότητα, η συνήθεια του εκλεκτικού, η τάση για επιλογή του καλύτερου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.