εκλειπτικός


εκλειπτικός
Προφορά

Ετυμολογία
εκλειπτικός αρχαία ελληνική ἐκλειπτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ εκλειπτικός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έκλειψη ή την εκλειπτική
✦ θηλ. εκλειπτική ως ουσ., (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.