εκλειπτική
Προφορά
Ετυμολογία
εκλειπτική └θηλ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. ἐκλειπτικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εκλειπτική
✦ ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που διαγράφει μέσα σ’ ένα χρόνο ο ήλιος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–