εκλείπω


εκλείπω
Προφορά

Ετυμολογία
εκλείπω αρχαία ελληνική ἐκλείπω

Ερμηνεία
ρήμα εκλείπω

✦ παύω να υπάρχω, παρέρχομαι: εξέλιπε ο κίνδυνος
✦ πεθαίνω
✦ η μτχ. εκλιπών, εκλιπούσα αυτός που έλειψε, ο μακαρίτης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.