εκλέξιμος


εκλέξιμος
Προφορά

Ετυμολογία
εκλέξιμος εκλέγω

Ερμηνεία
επίθετο┘ εκλέξιμος -η, -ο

✦ αυτός που έχει το δικαίωμα, τα προσόντα να εκλεγεί: δεν είναι εκλέξιμος, λόγω ανηλικότητας

Συνώνυμα
εκλόγιμος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.