εκλέκτορας


εκλέκτορας
Προφορά

Ετυμολογία
εκλέκτορας εκλέγω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εκλέκτορας

✦ ο εντεταλμένος (μαζί με άλλους ομότιμους) να εκλέξει ανώτατη αρχή
✦ μέλος εκλεκτορικού σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.