εκκοκκισμός


εκκοκκισμός
Προφορά

Ετυμολογία
εκκοκκισμός εκκοκκίζω

Ερμηνεία
εκκοκκισμός

✦ (Κ εκκόκκισις, -εως) η αφαίρεση των κόκκων, ο αποχωρισμός του σπέρματος από το υπόλοιπο μέρος του φυτού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.