εκκλησιαστικός


εκκλησιαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
εκκλησιαστικός μεταγενέστερη ελληνική ἐκκλησιαστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ εκκλησιαστικός -ή, -ό

✦ ο της εκκλησίας: εκκλησιαστικά σκεύη – βιβλία
✦ ο σχετικός με τη χριστιανική θρησκεία: εκκλησιαστική φιλολογία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.