εκκλησίασμα


εκκλησίασμα
Προφορά

Ετυμολογία
εκκλησίασμα εκκλησιάζομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το εκκλησίασμα

✦ το σύνολο των πιστών που παρακολουθούν, σε χριστιανικό ναό, τη θεία λειτουργία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.