εκκλησία


εκκλησία
Προφορά

Ετυμολογία
εκκλησία αρχαία ελληνική ἐκκλησία (= συνέλευση)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εκκλησία

✦ το σύνολο των ανθρώπων που ανήκουν στο ίδιο χριστιανικό δόγμα
✦ χριστιανικός ναός: την εκκλησίαν αγαπώ, τα εξαπτέρυγά της (Κ. Καβάφης) – της Αναλήψεως, στις πρωινές λειτουργίες, ορμήσανε στην εκκλησία σωρός περιηγητές (Τ. Παπατσώνης)
✦ εκκλησία του δήμου, στην ελληνική αρχαιότητα, η συνέλευση του λαού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.