εκκλησάρης


εκκλησάρης
Προφορά

Ετυμολογία
εκκλησάρης εκκλησία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εκκλησάρης

✦ θηλ. εκκλησάρισσα αυτός που φροντίζει για την καθαριότητα και τη φύλαξη του ναού

Συνώνυμα
νεωκόρος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.