εκκλησάρης Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply εκκλησάρηςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/εκκλησάρης.mp3Ετυμολογίαεκκλησάρης εκκλησία Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο εκκλησάρης ✦ θηλ. εκκλησάρισσα αυτός που φροντίζει για την καθαριότητα και τη φύλαξη του ναού ΣυνώνυμανεωκόροςΑντίθετα–Επιρρήματα–