εκκαθαριστικός


εκκαθαριστικός
Προφορά

Ετυμολογία
εκκαθαριστικός εκκαθαρίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ εκκαθαριστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την εκκαθάριση: εκκαθαριστικό σημείωμα – εκκαθαριστική επιχείρηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
εκκαθαριστικά (Κ εκκαθαριστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.