εκκαθαρίστρια


εκκαθαρίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
εκκαθαρίστρια εκκαθαρίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εκκαθαρίστρια

✦ θηλ. εκκαθαρίστρια αυτός που ενεργεί εκκαθάριση λογαριασμών σε κατάστημα, εταιρεία κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.