εκκαθαρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
εκκαθαρίζω μεταγενέστερη ελληνική ἐκκαθαρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εκκαθαρίζω
✦ απομακρύνω τα άχρηστα ή επικίνδυνα στοιχεία
✦ απολύω ομαδικά υπαλλήλους (που υποτίθεται ότι είναι άχρηστοι)
✦ (λογιστ.) τακτοποιώ λογαριασμό
✦ (γεν.) τελειώνω μια υπόθεση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–