εκκαθάριση
Προφορά
Ετυμολογία
εκκαθάριση εκκαθαρίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εκκαθάριση
✦ ξεκαθάρισμα
✦ (μτφ. ) ομαδική απόλυση υπαλλήλων
✦ (λογιστ.) τακτοποίηση λογαριασμού, με καθορισμό των χρεωτικών ή πιστωτικών υπολοίπων
✦ εκποίηση εμπορευμάτων σε φτηνές τιμές, ξεπούλημα
✦ (στρατ.) σύλληψη ή απομάκρυνση υπολειμμάτων των εχθρικών δυνάμεων από ορισμένη περιοχή
✦ (γεν.) η περάτωση μιας υπόθεσης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–