εκδότης
Προφορά
Ετυμολογία
εκδότης μεταγενέστερη ελληνική ἐκδότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εκδότης
✦ θηλ. εκδότρια (Κ εκδότις, -ιδος) αυτός που τυπώνει με έξοδά του και θέτει σε κυκλοφορία βιβλίο, εφημερίδα κτλ.
✦ εκδότης συναλλαγματικής, το πρόσωπο που συντάσσει και υπογράφει συναλλαγματική εις βάρος του αποδέκτη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–