εκδόριο


εκδόριο
Προφορά

Ετυμολογία
εκδόριο └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. ἐκδόριος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το εκδόριο

✦ έμπλαστρο που προκαλεί στο δέρμα φυσαλλίδες και χρησιμοποιούνταν παλιότερα ως παυσίπονο κατά των νευραλγιών: δύο ή τρεις φλεβοτομίαι και ισάριθμα εκδόρια (Αλ. Παπαδιαμάντης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.