εκδικιέμαι


εκδικιέμαι
Προφορά

Ετυμολογία
εκδικιέμαι μεταγενέστερη ελληνική ἐκδικῶ

Ερμηνεία
εκδικιέμαι

✦ κ. εκδικιέμαι ρ. (εκδικήθηκα, εκδικημένος) ανταποδίδω το κακό, την αδικία που μου έκαμαν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.