εκβιάζω


εκβιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
εκβιάζω αρχαία ελληνική ἐκβιάζω

Ερμηνεία
ρήμα εκβιάζω

✦ ασκώ βία ή ηθική πίεση κ. γεν. χρησιμοποιώ αθέμιτα μέσα για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς
✦ (στρατ.) περνώ υπερνικώντας την αντίσταση του εχθρού: ο στρατός μας πέτυχε να εκβιάσει το στενό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.