εκβαίνω


εκβαίνω
Προφορά

Ετυμολογία
εκβαίνω αρχαία ελληνική ἐκβαίνω

Ερμηνεία
ρήμα εκβαίνω

✦ εξέρχομαι
✦ φρ. εκβαίνω τα όρια ή εκβαίνω των ορίων, ξεπερνώ τα ανεκτά ή επιτρεπτά όρια
✦ (αμτβ.) έχω έκβαση, αποβαίνω, καταλήγω: εξέβη καλώς η υπόθεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.