εκατοχρονίτισσα


εκατοχρονίτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
εκατοχρονίτισσα εκατό + χρόνος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εκατοχρονίτισσα

✦ θηλ. εκατοχρονίτισσα ο ηλικίας εκατό χρόνων: και του ‘δειξε το βαθύγερο, θα τον έλεγες εκατοχρονίτη (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.