εκατοχρονίτικος


εκατοχρονίτικος
Προφορά

Ετυμολογία
εκατοχρονίτικος εκατοχρονίτης

Ερμηνεία
επίθετο┘ εκατοχρονίτικος -η, -ο

✦ ο ηλικίας εκατό χρόνων: κόβανε σύρριζα τις ελιές, μεγάλα και σεβάσμια δέντρα εκατοχρονίτικα (Σ. Μυριβήλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.