εκατοστιαίος


εκατοστιαίος
Προφορά

Ετυμολογία
εκατοστιαίος αρχαία ελληνική ἑκατοστιαῖος

Ερμηνεία
επίθετο┘ εκατοστιαίος -α, -ο

✦ ο αναφερόμενος σε κλάσματα των οποίων ο παρονομαστής είναι εκατό ή σε αναλογίες στις οποίες η βάση είναι ο αριθμός 100

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.