εισόδιος


εισόδιος
Προφορά

Ετυμολογία
εισόδιος αρχαία ελληνική εἰσόδιος

Ερμηνεία
εισόδιος

✦ -ος κ. -α, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) ο της εισόδου, που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο
✦ πληθ. ουδ. τα Εισόδια ως ουσ., γιορτή της Εκκλησίας μας εις ανάμνηση της εισόδου της Παναγίας στο ναό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.