εισολκή


εισολκή
Προφορά

Ετυμολογία
εισολκή εισέλκω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εισολκή

✦ η ενέργεια του εισέλκω, η έλξη προς τα μέσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.