εισοδιστής
Προφορά
Ετυμολογία
εισοδιστής εισοδισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εισοδιστής
✦ αυτός που ενεργεί εισοδισμό (βλ. λ.) · η σημ. της λ. διάφορη από τις σημ. των λέξεων: προβοκάτορας, πράκτορας, κατάσκοπος, πεμπτοφαλαγγίτης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–