εισοδισμός


εισοδισμός
Προφορά

Ετυμολογία
εισοδισμός είσοδος• απόδοση του └γαλλ┘ όρου entrisme

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εισοδισμός

✦ τακτική που συνίσταται στην εισχώρηση προπαγανδιστών σε ιδεολογικά συγγενείς προς αυτούς χώρους (συνδικάτα, πολιτικά κόμματα, πολιτικές οργανώσεις κτλ.): μόνιμο πρόβλημα για την κομουνιστική νεολαία ήταν η τακτική του εισοδισμού από τους τροτσκιστές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.