εισοδικός


εισοδικός
Προφορά

Ετυμολογία
εισοδικός μεσαιωνική ελληνική εἰσοδικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ εισοδικός -ή, -ό

✦ ο της εισόδου, που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.